influent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | influent | influents |
θηλυκό | influente | influentes |
Επίθετο
[επεξεργασία]influent (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη influer