hot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: hoţ
παραθετικά
θετικός hot
συγκριτικός hotter
υπερθετικός hottest

Επίθετο

[επεξεργασία]

hot (en)

  1. ζεστός, ζεσταίνομαι
    ⮡  The sand is very hot.
    Η άμμος είναι πολύ ζεστή.
    ⮡  I am getting very hot, open a window!
    Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
    ⮡  It’s sunny and it’s hot.
    Έχει ήλιο και κάνει ζέστη.
  2. καυτερή γεύση
    ⮡  hot pepper - καυτερή πιπεριά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη spicy

Παράγωγα

[επεξεργασία]