haircut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
haircut haircuts

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
haircut < hair + cut

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haircut (en)

  1. το κούρεμα, η κοπή των μαλλιών
    ⮡  Do I need a haircut?
    Χρειάζομαι κούρεμα;
  2. το κούρεμα, ο τρόπος που είναι κουρεμένα τα μαλλιά
    ⮡  What a nice haircut, it looks good on you!
    Τι ωραίο κούρεμα, σου πηγαίνει πολύ!