give out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας give out
γ΄ ενικό ενεστώτα gives out
αόριστος gave out
παθητική μετοχή given out
ενεργητική μετοχή giving out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
give out < → δείτε τις λέξεις give και out

give out (en)

  1. μοιράζω, δίνω κάτι σε πολύ κόσμο
    ⮡  Whenever you give out sweets, you always miss me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute
  2. ανακοινώνω, δημοσιεύω
  3. διανέμω
  4. εξαντλούμαι
  5. αποτυγχάνω