franc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

franc (en)

  • το φράγκο (το παλαιότερο νόμισμα της Γαλλίας καθώς και άλλων χωρών)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό franc francs
θηλυκό franche franches

franc (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
franc francs

franc (fr)