fouet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fouet < αρχαία γαλλική fou, « οξιά »
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fouet | fouets |
fouet (fr) αρσενικό
- το μαστίγιο
- (συνεκδοχικά) το μαστίγωμα
- donner le fouet - μαστιγώνω
- το σκοινάκι
- (κουζίνα) το χτυπητήρι