fouet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fouet < αρχαία γαλλική fou, « οξιά »

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fwɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fouet fouets

fouet (fr) αρσενικό

  1. το μαστίγιο
  2. (συνεκδοχικά) το μαστίγωμα
    donner le fouet - μαστιγώνω
  3. το σκοινάκι
  4. (κουζίνα) το χτυπητήρι

Συγγενικά

[επεξεργασία]