floor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
floor floors

floor (en)

  1. (συνήθως ενικός) το δάπεδο, το πάτωμα, η επιφάνεια ενός δωματίου που περπατάω
    ⮡  The nails scratched the floor.
    Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
  2. ο όροφος, το πάτωμα, όλα τα δωμάτια που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ενός κτιρίου
    ⮡  I live on the third floor.
    Μένω στον τρίτο όροφο.
    ⮡  We live on the same floor.
    Μένουμε στο ίδιο πάτωμα.
     συνώνυμα: story (αμερικανικό), storey (βρετανικό), level
  3. (μόνο ενικός, the floor) ο λόγος, η άδεια, το δικαίωμα ομιλίας
    ⮡  You have the floor.
    Έχεις το λόγο.
    ⮡  I’m asking for the floor (=I want to speak).
    Ζητώ το λόγο (=θέλω να μιλήσω).
    ⮡  The president of the assembly stopped giving him the floor.
    Ο πρόεδρος της συνέλευσης του αφαίρεσε το λόγο.
ενεστώτας floor
γ΄ ενικό ενεστώτα floors
αόριστος floored
παθητική μετοχή floored
ενεργητική μετοχή flooring

floor (en)

  1. εκπλήσσω ή μπερδεύω κάποιον ώστε να μην είναι σίγουρος τι να πει ή να κάνει
    ⮡  His refusal floored me.
    Με εξέπληξε η άρνησή του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonish
  2. (μεταβατικό) στρώνω το πάτωμα
    ⮡  The rooms were floored with African wood.
    Τα δωμάτια ήταν στρωμένα με αφρικάνικο ξύλο.