fazzoletto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fazzoletto < fazzolo, fazzuolo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fazzoletto (it)

  1. χαρτομάντιλο κομμάτι ύφασμα ή χαρτί.
  2. Ένα κομμάτι από το χαρτί κουζίνας, το κόβω να σκουπίσω τα χέρια μου.
  3. Το μικρό ύφασμα που μπαίνει στο τσεπάκι του σακακιού.