equation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
equation | equations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]equation (en)
- (μαθηματικά) η εξίσωση
- ⮡ a quadratic equation - εξίσωση δευτέρου βαθμού
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η εξίσωση, η ενέργεια του να θεωρώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο
- ⮡ The practice leads to the equation of civilization to savagery.
- Η πρακτική οδηγεί στην εξίσωση του πολιτισμού με τη βαρβαρότητα.
- ⮡ The practice leads to the equation of civilization to savagery.