embêter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]embêter (fr)
Il n'arrête pas d'embêter sa soeur : δε σταματά να πειράζει/ενοχλεί την αδερφή του.
Il a l'air très embêté : φαίνεται πολύ στενοχωρημένος/φαίνεται να είναι σε δύσκολη θέση.