excite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | excite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | excites |
αόριστος | excited |
παθητική μετοχή | excited |
ενεργητική μετοχή | exciting |
Ρήμα
[επεξεργασία]excite (en)
- ενθουσιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδης, ειδικά για κάτι που πρόκειται να συμβεί
- ⮡ The idea excited him.
- Τον ενθουσίασε η ιδέα.
- ⮡ He’s excited easily.
- Ενθουσιάζεται εύκολα.
- ⮡ The idea excited him.
- αναστατώνω
- συγκινώ, εξάπτω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
- ⮡ There’s nothing to get excited about.
- Δεν υπάρχει λόγος να συγκινείσαι.
- ⮡ Modern art doesn’t excite me.
- Δεν με συγκινεί η μοντέρνα τέχνη.
- ⮡ I excite envy/admiration in someone.
- Εξάπτω/Κινώ ζήλια/θαυμασμό σε κάποιον.
- ⮡ a story that excites the imagination - μια ιστορία που διεγείρει τη φαντασία
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse
- ⮡ There’s nothing to get excited about.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- excite - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234, 293, 301, 448-449, 831. ISBN 9780194325684., λήμμα: διεγείρω, ενθουσιάζω, εξάπτω, κινώ, συγκινώ