dolor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dolor (es) αρσενικό (πληθυντικός dolores)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dolor (ca)
- ο πόνος
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dolor (la) αρσενικό
- ο πόνος
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolor | dolōrēs |
γενική | dolōris | dolōrum |
δοτική | dolōrī | dolōribus |
αιτιατική | dolōrem | dolōrēs |
κλητική | dolor | dolōrēs |
αφαιρετική | dolōre | dolōribus |
Πηγές
[επεξεργασία]- dolor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.