dindon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dindon | dindons |
dindon (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
dindon | dindons |
dindon (fr) αρσενικό