dim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]dim < αγγλοσαξονική dimm
Επίθετο
[επεξεργασία]dim (en)
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dim (hr) αρσενικό
dim < αγγλοσαξονική dimm
dim (en)
dim (hr) αρσενικό