deal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
deal deals

deal (en)

  1. η συμφωνία, ο διακανονισμός, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να αγοράσω ή να κάνω κάτι
    ⮡  Let’s make a deal, you will cook and I will clean the dishes.
    Θα κάνουμε μια συμφωνία, εσύ θα μαγειρέψεις κι εγώ θα πλύνω τα πιάτα.
    ⮡  I sold my house in a private deal.
    Πούλησα το σπίτι μου με ιδιωτική συμφωνία.
    ⮡  The superpowers must come to some sort of deal.
    Πρέπει οι υπερδυνάμεις να έλθουν σε κάποιο είδος διακανονισμού.
     συνώνυμα:  agreement και bargain
  2. (συνήθως ενικός) η μεταχείριση, ο τρόπος που μεταχειρίζεται κάποιος ή κάτι
    ⮡  a fair and square deal - δίκαια και τίμια μεταχείριση
    ⮡  a unfair/raw deal - άδικη/σκληρή μεταχείριση
  3. (χαρτοπαίγνιο) η σειρά κάποιου να μοιράσει
    ⮡  It’s your deal.
    Είναι η σειρά σου να μοιράζεις.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

deal (en)

  1. μοιράζω, δίνω στον καθένα το μερίδιό του
    the fighting is over; now we deal out the spoils of victory
  2. μοιράζω την τράπουλα
    I was dealt four aces.
    The cards were shuffled and dealt by the croupier.
  3. (αμετάβατο) διαπραγματεύομαι
    now you'll have to deal with me
  4. (αμετάβατο) εμπορεύομαι επαγγελματικά (συντάσσεται με την πρόθεση in)
    she deals in gold
  5. (αμετάβατο) πουλάω παράνομα ναρκωτικά
    this club takes a dim view of members who deal drugs

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deal (ro)