dado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dado | dadi |
dado (it) αρσενικό
- το ζάρι, κύβος
- (γαστρονομία) κύβοι κρέατος
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dado | dados |
dado (pt) αρσενικό
- το δεδομένο