connexe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
connexe | connexes |
Επίθετο
[επεξεργασία]connexe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός, ανάλογος, που συνδέεται με, εξαρτώμενος, γειτονικός