clean

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός clean
συγκριτικός cleaner
υπερθετικός cleanest

clean (en)

  1. καθαρός, όχι βρόμικος
    ⮡  clean hands - καθαρά χέρια
    ⮡  Keep the classroom clean!
    Διατηρείτε την τάξη καθαρή!
    ⮡  Put on a clean shirt!
    Φόρεσε καθαρό πουκάμισο!
  2. καθαρός, που έχει καθαρή εμφάνιση και ζει σε καθαρές συνθήκες
    ⮡  clean people - καθαροί άνθρωποι
  3. καθαρός, χωρίς επιβλαβείς ή δυσάρεστες ουσίες
    ⮡  clean air/clean water - καθαρός αέρας/καθαρό νερό
  4. αγνός, που δεν είναι προσβλητικό ή δεν αναφέρεται στο σεξ· για ένα άτομο που δεν κάνει τίποτα που θεωρείται κακό ή λάθος
    ⮡  I live a clean life.
    Κάνω αγνή ζωή.
  5. καθαρός, που δεν έχει ποινικό μητρώο
    ⮡  I have a clean record.
    Έχω καθαρό μητρώο.

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός clean
συγκριτικός cleaner
υπερθετικός cleanest

clean (en)

  • (ανεπίσημο) εντελώς, πέρα ως πέρα, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι συμβαίνει εντελώς
    ⮡  I clean forgot about it.
    Το ξέχασα εντελώς.
    ⮡  The bullet went clean through his shoulder.
    Η σφαίρα πέρασε τον ώμο του πέρα ως πέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
ενεστώτας clean
γ΄ ενικό ενεστώτα cleans
αόριστος cleaned
παθητική μετοχή cleaned
ενεργητική μετοχή cleaning

clean (en)

  • καθαρίζω
    ⮡  Clean your shoes, please, before coming in the house.
    Να καθαρίζεις τα παπούτσια σου, σε παρακαλώ, όταν μπαίνεις στο σπίτι.

Παράγωγα

[επεξεργασία]