bitter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bitter
συγκριτικός bitterer / more bitter
υπερθετικός bitterest / most bitter

Επίθετο

[επεξεργασία]

bitter (en)

  1. πικρός, που έχει δριμεία και συνήθως δυσάρεστη γεύση
    ⮡  Bitter vegetables are very healthy.
    Τα πικρά λαχανικά είναι πολύ υγιεινά.
    ⮡  The coffee is bitter because I didn’t put any sugar in.
    Ο καφές είναι πικρός γιατί δεν έβαλα καθόλου ζάχαρη.
    ⮡  I ate something and it tasted bitter to me.
    Έφαγα κάτι και πικράθηκα.
     αντώνυμα: sweet
  2. πικρός, πικρόχολος, για λογομαχίες, διαφωνίες κτλ. που είναι πολύ σοβαρές και δυσάρεστες, με πολύ θυμό και μίσος
    ⮡  a bitter confrontation - πικρή αντιπαράθεση
    ⮡  a lengthy and bitter legal dispute - μακροχρόνια και πικρόχολη νομική διαμάχη
  3. πικραμένος, για άνθρωπο που νιώθει θυμό και δυστυχία γιατί νιώθει ότι του έχουν φερθεί άδικα
    ⮡  He was very bitter that he didn’t pass his exams.
    Ήταν πολύ πικραμένος που δεν πέρασε στις εξετάσεις.
  4. πικρός, που κάνει κάποιον να νιώθει πολύ δυστυχισμένος· που προκαλείται από μεγάλη δυστυχία
    ⮡  a bitter disappointment - μια πικρή απογοήτευση
    ⮡  That is the bitter truth.
    Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
  5. δριμύς, διαπεραστικός, για καιρικές συνθήκες που είναι εξαιρετικά κρύες και δυσάρεστες
    ⮡  bitter cold - δριμύ/διαπεραστικό κρύο

Σύνθετα

[επεξεργασία]