bufera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bufera < bufare
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bufera (it) θηλυκό (πληθυντικός bufere)
- (μετεωρολογία) η καταιγίδα
- (άνεμος) η θύελλα
Πηγές
[επεξεργασία]- bufera - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).