apyrexie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
apyrexie apyrexies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apyrexie (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]