almost
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]almost (en)
- σχεδόν, κοντά, κοντεύω, πολύ κοντά χωρίς να το φτάσω
- ⮡ I am almost ready.
- Είμαι σχεδόν έτοιμος.
- ⮡ We are almost finished.
- Σχεδόν τελειώσαμε.
- ⮡ He was almost dead when…
- Ήταν νεκρός σχεδόν όταν…
- ⮡ He must be almost a hundred years old.
- Πρέπει να είναι σχεδόν εκατό χρονών.
- ⮡ I haven’t seen him for almost five months.
- Είναι κοντά πέντε μήνες που δεν τον έχω δει.
- ⮡ We have been waiting at the stop for almost half an hour.
- Είναι κοντά μισή ώρα που περιμένουμε στη στάση.
- ⮡ We were almost finished with the food.
- Κοντέψαμε να τελειώσουμε το φαγητό.
- ⮡ I was almost killed.
- Κόντεψα να σκοτωθώ.
- ⮡ I am almost ready.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- about
- all but
- as good as
- just about
- more or less
- most
- near
- nearly
- nothing short of
- practically
- pretty much
- virtually
- → και δείτε τη λέξη approximately
Πηγές
[επεξεργασία]- almost - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463, 464, 860. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντά, κοντεύω, σχεδόν