almost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
almost < al- + most

Επίρρημα

[επεξεργασία]

almost (en)

  • σχεδόν, κοντά, κοντεύω, πολύ κοντά χωρίς να το φτάσω
    ⮡  I am almost ready.
    Είμαι σχεδόν έτοιμος.
    ⮡  We are almost finished.
    Σχεδόν τελειώσαμε.
    ⮡  He was almost dead when…
    Ήταν νεκρός σχεδόν όταν…
    ⮡  He must be almost a hundred years old.
    Πρέπει να είναι σχεδόν εκατό χρονών.
    ⮡  I haven’t seen him for almost five months.
    Είναι κοντά πέντε μήνες που δεν τον έχω δει.
    ⮡  We have been waiting at the stop for almost half an hour.
    Είναι κοντά μισή ώρα που περιμένουμε στη στάση.
    ⮡  We were almost finished with the food.
    Κοντέψαμε να τελειώσουμε το φαγητό.
    ⮡  I was almost killed.
    Κόντεψα να σκοτωθώ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]