ago

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: AGO

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ago (en)

  • πριν (από), μπροστά από, χρησιμοποιείται σε εκφράσεις του χρόνου με το simple past tense για να δείξει πόσο μακριά στο παρελθόν συνέβη κάτι
    ⮡  ten years ago exactly - πριν από δέκα χρόνια ακριβώς
    ⮡  many years ago - πριν από πολλά χρόνια
    ⮡  I had tried calling you three days ago.
    Είχα προσπαθήσει να σου τηλεφωνήσω πριν τρεις μέρες.
    ⮡  I bought them two months ago.
    Τα αγόρασα μπροστά από δυο μήνες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη before



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ago < ag- + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ago agoj
αιτιατική agon agojn

ago (eo)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ago (it)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ago < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- / *agʰ- / * αγ-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική ἄγω

ago (la) (ago-egi-actum-agere)

  1. άγω, διάγω
  2. ελαύνω
  3. πράττω, κάνω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  1. ago bellum (=κάνω πόλεμο, πολεμώ)