ago
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ago (en)
- πριν (από), μπροστά από, χρησιμοποιείται σε εκφράσεις του χρόνου με το simple past tense για να δείξει πόσο μακριά στο παρελθόν συνέβη κάτι
Πηγές
[επεξεργασία]- ago - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ago | agoj |
αιτιατική | agon | agojn |
ago (eo)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ago (it)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ago < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- / *agʰ- / * αγ-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική ἄγω
Ρήμα
[επεξεργασία]ago (la) (ago-egi-actum-agere)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Γ' συζυγία (ago, egi, actum, agere)
|
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (εσπεράντο)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Ιταλική γλώσσα
- Επιρρήματα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ρήματα (λατινικά)
- Ρηματικές φωνές (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λατινικά ρήματα Γ συζυγίας