attention

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attention (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η προσοχή, η πράξη του να ακούω, να κοιτάω ή να σκέφτομαι προσεκτικά κάτι ή κάποιον· το ενδιαφέρον που δείχνουν οι άνθρωποι για κάποιον ή κάτι
    ⮡  Pay attention to the safety instructions.
    Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
    ⮡  Your attention, please.
    Την προσοχή σας, παρακαλώ.
    ⮡  This case deserves our undivided attention.
    Η υπόθεση αξίζει όλη μας την προσοχή.
    ⮡  I don't pay attention to what he says.
    Δε δίνω προσοχή σε ό,τι λέει.
    ⮡  They are trying to divert people's attention to secondary problems and distract them from the burning issues.
    Προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του κόσμου σε δευτερεύοντα προβλήματα και να την αποσπάσουν από τα φλέγοντα ζητήματα.
    ⮡  Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
    Μην δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε κουρδίσει.
    ⮡  They are constantly disparaging her at work, but she doesn’t pay attention to them.
    Συνέχεια την κακολογούν στη δουλειά, αλλά δεν τους δίνει σημασία.
  2. (μη μετρήσιμο) η προσοχή, η φροντίδα, ειδική φροντίδα, δράση ή θεραπεία
    ⮡  The car needs daily attention.
    Το αυτοκίνητο θέλει καθημερινή προσοχή/φροντίδα.
     συνώνυμα: care



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attention attentions

attention (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (για επιστολή) à l'attention de: προς (κάποιον), με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]