ağaç

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ağaç < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰃𐰍𐰲 (ïɣač)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑˈ‿ɑt͡ʃ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ağaç (tr)

  1. το δέντρο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]