os
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]os (fr)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]os (es)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | πρόσωπο | γένος | ονομαστική | αιτιατική | δοτική | αυτοπαθής | τονιζόμενη |
---|---|---|---|---|---|---|---|
ενικός | 1ο | — | yo | me | mí | ||
2ο | — | tú | te | ti | |||
3ο | αρσενικό | él | lo | le | se | él | |
θηλυκό | ella | la | ella | ||||
πληθυντικός | 1ο | αρσενικό | nosotros | nos | nosotros | ||
θηλυκό | nosotras | nosotras | |||||
2ο | αρσενικό | vosotros | os | vosotros | |||
θηλυκό | vosotras | vosotras | |||||
3ο | αρσενικό | ellos | los | les | se | ellos | |
θηλυκό | ellas | las | ellas |
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]os (ca)
- το κόκαλο
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]os (la)
- το κόκαλο
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]os (ro)
- το κόκαλο