offer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
offer | offers |
- η προσφορά, μια πράξη του προσφέρω
- ⮡ an offer of help - προσφορά βοήθειας
- ⮡ a peace offer - προσφορά ειρήνης
- ⮡ sacrificial offer - θυσιαστήρια προσφορά
- ⮡ I am open to offers.
- Δέχομαι προσφορές.
- η προσφορά, το χρηματικό ποσό που κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει για κάτι
- η προσφορά, μείωση της κανονικής τιμής κάτι, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα
- ⮡ this week’s special offer - προσφορά της εβδομάδας
Σύνθετα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | offer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | offers |
αόριστος | offered |
παθητική μετοχή | offered |
ενεργητική μετοχή | offering |
offer (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρω, βγάζω, λέω ότι είμαι πρόθυμος να δώσω κάτι σε κάποιον
- ⮡ Can I offer you a drink/cigarette?
- Μπορώ να σας προσφέρω ένα ποτό/τσιγάρο;
- ⮡ Can I offer you something to drink?
- Να σας προσφέρω κάτι να πιείτε;
- ⮡ He offered me a good price for the house.
- Μου πρόσφερε καλή τιμή για το σπίτι.
- ⮡ They offered him leadership but declined.
- Του πρόσφεραν την ηγεσία αλλά δε δέχτηκε.
- ⮡ They offered us spoon sweet.
- Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού.
- ⮡ Can I offer you a drink/cigarette?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρομαι, λέω ότι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι για κάποιον
- ⮡ He offered to help us.
- Προσφέρθηκε να μας βοηθήσει.
- ⮡ He offered to lend me his bike.
- Προσφέρθηκε να μου δανείσει το ποδήλατό του.
- ⮡ He offered to help us.
- (μεταβατικό) προσφέρω, κάνω κάτι διαθέσιμο προς πώληση ή χρήση
- ⮡ Examine the various services companies offer.
- Εξετάστε τις διάφορες υπηρεσίες που προσφέρουν οι εταιρείες.
- ⮡ The trees offered thick shade.
- Τα δέντρα πρόσφεραν παχύ ίσκιο.
- ⮡ The fireworks offered a splendid spectacle.
- Τα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα έξοχο θέαμα.
- ⮡ Examine the various services companies offer.
- (μεταβατικό) προσφέρω, παρέχω την ευκαιρία για κάτι, παρέχω πρόσβαση σε κάτι
- ⮡ This offers a unique opportunity.
- Αυτό προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία.
- ⮡ This soil doesn’t offer itself to growing tobacco.
- Αυτό το έδαφος δεν προσφέρεται για καλλιέργεια καπνών.
- ⮡ This offers a unique opportunity.
Πηγές
[επεξεργασία]- offer (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- offer (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 751. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, προσφέρ(ν)ω, προσφορά