objet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
objet objets

objet (fr) αρσενικό

  1. το αντικείμενο
  2. ο λόγος
  3. το θέμα