notable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | notable |
συγκριτικός | more notable |
υπερθετικός | most notable |
Επίθετο
[επεξεργασία]- αισθητός, απρόσεκτος, αξιοπρόσεχτος, αξιοσημείωτος, διαπρεπής, διακεκριμένος, που αξίζει να προσεχθεί ή να τραβήξει την προσοχή· σπουδαίος
- ⮡ a notable difference in temperature/improvement in the weather - αισθητή διαφορά θερμοκρασίας/βελτίωση του καιρού
- ⮡ The difference is not notable.
- Η διαφορά δεν είναι απρόσεκτα.
- ⮡ His research work is notable.
- Το ερευνητικό του έργο είναι απρόσεκτο/αξιοπρόσεχτο.
- ⮡ He made a notable observation.
- Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση.
- ⮡ a notable author and actor - διακεκριμένος συγγραφέας και ηθοποιός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
notable | notables |
notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
notable | notables |
notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o πρόκριτος, o προύχοντας, ο προεστός