mort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mort | morts |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mort (fr) αρσενικό
- Il y a eu un mort et deux blessés. Υπήρξε ένας νεκρός και δύο τραυματίες.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mort (fr) θηλυκό
- ο θάνατος
- Mise à mort. Θανάτωση, εκτέλεση.
- Mort douce. Γλυκός θάνατος.
- Mort violente. Βίαιος θάνατος.
→ δείτε τη λέξη trépas
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]mort (fr) αρσενικό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]mort (ro)