mode
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mode | modes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mode (en)
- ο τρόπος, η μέθοδος
- camera in night mode : κάμερα σε νυχτερινή λειτουργία
- in (something) mode: σε (τάδε) λειτουργία/επιλογή
- η μόδα
- (πληροφορική) ρύθμιση, προσαρμογή, κατάσταση (τρόπος) λειτουργίας, ρύθμιση όπου η λειτουργικότητα (functionality) προγράμματος ή συσκευής, προσαρμόζεται στα πλαίσια κάποιου σκοπού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- mode στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mode | modes |
mode (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mode | modes |
mode (fr) θηλυκό
- η μόδα