mini

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mini-

Επίθετο

[επεξεργασία]

mini (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

mini (io)