mardi gras
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mardi gras | mardi gras |
mardi gras (fr) αρσενικό
- το ισοδύναμο της Καθαράς Δευτέρας, τελευταία μέρα του καρναβαλιού, πριν την Σαρακοστή