Romanian

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
Romanian Romanians

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Romanian < Romania + -an

Επίθετο

[επεξεργασία]

Romanian (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Romanian (en)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Romanian (en)

  1. (γλώσσα) τα ρουμανικά, η ρουμανική γλώσσα