Netz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: netz

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Netz (de) ουδέτερο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Netz (de) ουδέτερο

  1. το δίκτυο (ηλεκτροδότησης, υπολογιστών κτλ)
     συνώνυμα: (πληροφορική) Netzwerk
  2. (αλιεία) το δίχτυ ψαρέματος
     συνώνυμα: Fischernetz
  3. ο ιστός της αράχνης


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Netz αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Netz < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Netz αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]