Mittagspause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Mittagspause (de) θηλυκό

  • το μεσημεριανό κλείσιμο καταστημάτων, υπηρεσιών, κλπ.
    einige Geschäfte machen keine Mittagspause - μερικά καταστήματα δεν κλείνουν το μεσημέρι