Mittagspause
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Mittagspause (de) θηλυκό
- το μεσημεριανό κλείσιμο καταστημάτων, υπηρεσιών, κλπ.
- einige Geschäfte machen keine Mittagspause - μερικά καταστήματα δεν κλείνουν το μεσημέρι