έπιπλο
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: ['e.pi.plo]
podstatné jméno
[editovat]- rod střední
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | έπιπλο | έπιπλα |
genitiv | επίπλου | επίπλων |
akuzativ | έπιπλο | έπιπλα |
vokativ | έπιπλο | έπιπλα |
význam
[editovat]- nábytek
- Από έπιπλα δεν χρειάζομαι τίποτα σπουδαίο: μου αρκούν μια πολυθρόνα, ένα κρεβάτι και μια βιβλιοθήκη, ίσως κι ένα γραφείο. – Nepotřebuju nijak moc nábytku: stačí mi křeslo, postel a knihovna, možná tak ještě psací stůl.