Example in Greek | Translation in English |
---|---|
Πώς να λύνω έναν κόμπο. | How to untie a slipknot. |
- Μην το λύνεις! | - Don't untie it! |
Όχι! Μην τον λύνεις! | Don't untie him! |
Όχι, μη τον λύνεις. | No, don't untie him! |
Γιατί δεν με λύνεις και εγώ θα σου δήξω μερικά; | Why don't you untie me and I'll show you some? |
Τον λύνουμε, τον πλένουμε... και τον βγάζουμε μ'ένα όπλο στην πλάτη. | We untie him, we clean him up... ..and we march him out of here with a gun in his back. A gun. |
- Με λύνετε, παρακαλώ. | Could you untie me please? |
Γιατί δεν με λύνετε τώρα; | Look, why don't you just untie me now? |
Και με το που πατάω στο πεζοδρόμιο, είναι σαν ο κόμπος που είχα στον κώλο μου να λύνετε, και το πάρτι στο στομάχι μου χύνετε στα πόδια μου. | And the second that my feet touch the ground, it is like a knot in my asshole untied, and the fiesta in my stomach just comes pouring down my legs. |
Μη με λύνετε! | Don't untie me! |
Γλίστρησαν τα όπλα μου πίσω στην υποδοχή, λύνουν τα χέρια μου και θα τα κρατήσω έξω . | Slide my guns back in their cradles, untie my hands and l'll hold them out. |
Tα έλυσα, όταν τη βρήκα με την ελπίδα ότι | I untied them when I discovered her in hopes that- |
Έχω ήδη καταστρέψει τον τηλεμαραθώνιο και έλυσα το παπιγιόν σου. | I've already destroyed this telethon and untied your bow tie. |
Μόλις σε έλυσα, το θυμάσαι; | I just untied you, remember? |
Το ήξερα από την αρχή ότι ήταν λάθος, οπότε και έλυσα το παιδί και κάλεσα τον υποστηρικτή μου τον Ράντλυ. | I knew right away it was wrong, So i untied the kid and called my sponsor randy. |
- Θα πρέπει να έλυσες τον ιμάντα; | - I mean, you must've untied the line, huh? |
Είπα, τον σκότωσες πριν, ή αφού τον έλυσες; | I said did you shoot him before or after you untied him? |
Τον έλυσες; | You untied him? |
Τον σκότωσες πριν, ή αφού τον έλυσες; | Did you shoot him before or after you untied him? |
"Εκείνη έλυσε το καπέλο της και βγήκαν στη στεριά ." | "She untied her hat and they stepped ashore. |
- Επέστρεψε μερικές φορές με έλυσε για να φάω, να πιω και... για τα υπόλοιπα. | He came back a few times, untied me to let me drink and eat and...stuff. |
- Η φίλη σου έλυσε τον νεροζήτουλα. | - Your friend there just untied the water beggar. |
- Μ' έλυσε. | He untied me. |
Έτσι τη λύσαμε. | So we untied her. |
Απλά λύσαμε τον δεσμό. | We just untied the knot. |
Τον λύσαμε. | We untied him. |
Λέει ότι αυτοί έλυσαν κρυφά το πλοίο. | He says they untied the boat last night. |
έπρεπε να ανέβω πολλά σκαλιά... και μετά με άφησαν μόνο μετά ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μου έλυσαν τα μάτια... | l had to climb a lot of stairs... after which l was left alone then some people came and untied my blindfold... |
'ντε, λύσε με. | Come on, untie me. |
'σλεϊ, λύσε τους. | Ashley, untie them. |
- Έιριν, λύσε με. | Aeryn, untie me |
- Όχι, λύσε με, σε παρακαλώ! | - No, untie me, please! |
'σε με να φύγω, λύστε με. | Let me go now, untie me. |
Όλοι, λύστε το ελικόπτερο και αφήστε το να κυλίσει. | Everybody untie the machine. Get this thing rolling. Once I'm at 100%, let go of the machine. |
Αν θέλετε λύστε με. | If you want, you can untie me. |
Απλώς λύστε τη. | Just untie her. |
- Ας ξεκινήσουμε λύνοντας το αδέρφι. | - I say we start by untying the brother. |
Όταν ο Λόμαν λύσει τον κόμπο, μπορείτε να σκουπίζετε εδώ όσο θέλετε. | When Lohmann has untied all the knots, then you may sweep up as much as you like. |
Αν και ακόμα πιστεύω ότι θα μπορούσες να τον είχες λύσει. | I still think you could have untied him though. |
Αυτό θα μπορούσε να λύσει την επιδημία των λυμένων κορδονιών. | This could solve the untied shoes epidemic. |
Εγώ δεν την είχα λύσει... | I wasn't the one who untied it. |
Language | Verb(s) | Language | Verb(s) |
---|---|---|---|
Dutch | losbinden,losknopen | English | untie |
French | déficeler | German | abbinden, aufbinden |
Italian | disciogliere, ridisciogliere, ridisfare, risciogliere, sgroppare, slacciare, slegare, snodare | Lithuanian | išrišti |
Macedonian | одврзе, разврзе | Polish | odwiązywać, rozsupłać |
Portuguese | desamarrar, desatar, desempatar | Quechua | paskay |
Romanian | dezlega | Russian | развязать, развязывать |
Spanish | desamarrarse, desanudar, desatar, desligar, hermanar | Turkish | çözmek |