ὅπλον
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | τὸ | ὅπλον | τὰ | ὅπλα | τὼ | ὅπλω |
Vocatif | ὅπλον | ὅπλα | ὅπλω | |||
Accusatif | τὸ | ὅπλον | τὰ | ὅπλα | τὼ | ὅπλω |
Génitif | τοῦ | ὅπλου | τῶν | ὅπλων | τοῖν | ὅπλοιν |
Datif | τῷ | ὅπλῳ | τοῖς | ὅπλοις | τοῖν | ὅπλοιν |
ὅπλον, hóplon neutre
Dérivés
modifier- ὁπλικός
- ὁπλισία
- ὁπλιστέον
- ὁπλιστέος
- ὁπλιστὴς
- ὁπλιταγωγός
- ὁπλίτας
- ὁπλιτεία
- ὁπλιτεύω
- ὁπλίτης (« hoplite »)
- ὁπλιτικός
- ὅπλιτις
- ὁπλιτοδρομέω
- ὁπλιτοδρόμος
- ὁπλιτοπάλης
- ὁπλίζω (« équiper, armer »)
- ὁπλοδιδακτής
- ὁπλοδιδάσκαλος
- ὁπλοδοτέω
- ὁπλοδότης
- ὁπλόδουπος
- ὁπλοφάγος
- ὁπλοφορέω
- ὁπλοφόρος
- ὁπλοφύλαξ
- ὁπλοφυλάκιον
- ὁπλοκαθαρμός
- ὁπλοκαθαρσία
- ὁπλόκτυπος
- ὁπλολογέω
- ὅπλομαι
- ὁπλομανέω
- πάνοπλος (« tout armé »)
- πανοπλία (« armure complète »)
Références
modifier- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage