θύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θύρα οι θύρες
      γενική της θύρας των θυρών
    αιτιατική τη θύρα τις θύρες
     κλητική θύρα θύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θύρα θηλυκό

  1. η πόρτα
  2. κάθε είσοδος σε γήπεδο ή στάδιο που οδηγεί στην αντίστοιχη αριθμημένη εξέδρα του
  3. (υλικό υπολογιστή) ειδική υποδοχή σε υπολογιστικό σύστημα για την εισαγωγή του κατάλληλου καλωδίου που θα επιτρέψει την επικοινωνία με περιφερειακές συσκευές.
    ⮡  παράλληλη θύρα, σειραϊκή θύρα, θύρα USB
    ※  Ο έλεγχος εξωτερικών οργάνων, καθώς και η εισαγωγή δεδομένων από το περιβάλλον προς το υπολογιστικό κύκλωμα, επιτυγχάνεται μέσω των θυρών επικοινωνίας, με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών. [1]
Θύρες για επικοινωνία με εξωτερικές συσκευές στο πίσω μέρος ενός προσωπικού υπολογιστή (PC). Από πάνω προς τα κάτω: επικοινωνία με δίκτυο, με οθόνη, με συσκευές ήχου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • επί θύραις / προ των θυρών: κάτι απειλητικό που επίκειται ή βρίσκεται πολύ κοντά ήδη
    ⮡  πόλεμος προ των θυρών
  • κεκλεισμένων των θυρών
  • πολιτική / διπλωματία ανοιχτών θυρών: πολιτική ή διπλωματία που στοχεύει στον ελεύθερο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών και επιδιώκει την ανάπτυξη των σχέσεών τους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θῠρᾱ-
ονομαστική θύρ αἱ θύραι
      γενική τῆς θύρᾱς τῶν θυρῶν
      δοτική τῇ θύρ ταῖς θύραις
    αιτιατική τὴν θύρᾱν τὰς θύρᾱς
     κλητική ! θύρ θύραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θύρ
γεν-δοτ τοῖν  θύραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θύρα, ήδη ομηρικό < μεταπτωτική βαθμίδα *dʰur για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer-. Συγγενή: αγγλική door, [1] σανσκριτική द्वार् (dvār), λατινική foris, σλοβακική dvere → δείτε και θυρίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θύρα [] θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.