ατλάζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ατλάζι | τα | ατλάζια |
γενική | του | ατλαζιού | των | ατλαζιών |
αιτιατική | το | ατλάζι | τα | ατλάζια |
κλητική | ατλάζι | ατλάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατλάζι ουδέτερο
- (ύφασμα) γυαλιστερό και λείο ύφασμα από μετάξι (και βαμβάκι, λινό ή μαλλί)
- ※ Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι (Οδυσσέας Ελύτης, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, Η' 18)
- ※ Στ' ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια / ακροπατώντας η ψυχή (Λορέντζος Μαβίλης, Angelica Farfalla)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)