weigh up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας weigh up
γ΄ ενικό ενεστώτα weighs up
αόριστος weighed up
παθητική μετοχή weighed up
ενεργητική μετοχή weighing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
weigh up < → δείτε τις λέξεις weigh και up

weigh up (en)

  • γίνεται αναμέτρηση
    ⮡  They weighed up the consequences.
    Έγινε αναμέτρηση των συνεπειών.