turnover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
turnover | turnovers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turnover (en)
- ο τζίρος
- (λογιστική) ο κύκλος εργασιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- turnover στην αγγλική Βικιπαίδεια