turnover

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: turn over
      ενικός         πληθυντικός  
turnover turnovers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
turnover < turn + over

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turnover (en)

  1. ο τζίρος
  2. (λογιστική) ο κύκλος εργασιών

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • turnover στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια