site

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
site sites

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saɪt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

site (en)

  1. ο τόπος, η τοποθεσία, η θέση
    ⮡  There were braking signs at the site of the collision.
    Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
  2. (διαδίκτυο) ο ιστοχώρος ή ο ιστότοπος
     συνώνυμα: website
  3. (πληροφορική) ο χώρος που φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξυπηρετητών (servers) και άλλων συστημάτων μιάς εταιρίας, οργανισμού, κλπ.
     συνώνυμα: computer room

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

site (fr)