silver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | silver |
συγκριτικός | more silver |
υπερθετικός | most silver |
silver (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]silver (en)
- (μη μετρήσιμο) ο άργυρος, το ασήμι, άργυρος, ασημένιος, το χημικό στοιχείο
- ⮡ my second silver medal - το δεύτερο άργυρο/ασημένιο μετάλλιό μου