shelf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
shelf shelves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shelf (en)

  • το ράφι
    ⮡  This bookcase has seven shelves.
    Αυτή η βιβλιοθήκη έχει επτά ράφια.
    ⮡  Can you reach the dictionary on the top shelf?
    Μπορείς να πιάσεις το λεξικό στο πάνω ράφι;