suffragette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sy.fʁa.ʒɛt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suffragette | suffragettes |
suffragette (fr) θηλυκό
- οι γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου, σουφραζέτα
- (κατ’ επέκταση) η γυναίκα διεκδικητική, δραστήρια, ενδεχομένως φεμινίστρια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- suffragette στη γαλλική Βικιπαίδεια