populaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

populaire < λατινική popularis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔ.py.lɛʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
populaire populaires

populaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λαϊκός
  2. δημοφιλής