pen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pen | pens |
pen (en)
- (γραφική ύλη) η πένα, το στυλό
- ⮡ a pen with black ink - στυλό με μαύρο μελάνι
- το μαντρί, η στάνη, μικρό και κλειστό κομμάτι γης που περιβάλλεται από φράχτη στον οποίο φυλάσσονται ζώα φάρμας
- (αμερικανική σημασία, αργκό) η ψειρού, η στενή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pens |
αόριστος | penned |
παθητική μετοχή | penned |
ενεργητική μετοχή | penning |
pen (en)
- (επίσημο) συγγράφω
- μαντρώνω, φυλακίζω, μαντρίζω, κλείνω ένα ζώο ή ένα άτομο σε ένα μικρό χώρο
- ⮡ Pen in the sheep because a wolf has appeared.
- Μαντρώστε τα πρόβατα, γιατί εμφανίστηκε λύκος.
- ⮡ He has penned up his wife at home.
- Έχει μαντρώσει τη γυναίκα του στο σπίτι.
- ⮡ I’m against all those who pen in animals in cages.
- Είμαι εναντίον όσων φυλακίζουν τα ζώα σε κλουβιά.
- ⮡ Pen in the sheep because a wolf has appeared.
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιαπωνικά (ja)
[επεξεργασία]Μεταγραφή
[επεξεργασία]pen (rōmaji)
Σράναν (srn)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pen
- ο πόνος
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γραφική ύλη (αγγλικά)
- Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Αργκό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Μεταγραφές (ιαπωνικά)
- Ιαπωνικά (γραφή romaji)
- Γλώσσα σράναν
- Ουσιαστικά (σράναν)