lango

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lango < lang + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lango (eo)